Δεν πέρασε καιρός
που το φτυάρι μου ξετρύπωνε κρυμμένους θησαυρούς
θάβοντας στα μνήματα τους πλούσιους νεκρούς
που τους έπνιγα περνώντας μια θηλιά απ’ τον λαιμό τους
Αλλά ξέρω πως
ο εχθρός μου παραμένει σαν το ζόμπι ζωντανός
με κοιτάει στις κηδείες τόσο χαμογελαστός
μ’ απληστία που σαπίζει τις γλυκές μου ελπίδες
Πού θα κρυφτείτε για να φυλαχτείτε / απ’ τα παιδιά;
Θα ‘ρθουν να σας βρούνε δίχως να τα δείτε / από μακριά…
Φέρνοντάς σας δώρα απ’ της αγωνίας τις πληγές
Μανία και λαχτάρα απ’ της αηδίας τις φωνές
Ειρωνικό
τ’ αφεντικά με περιμένουν να ‘μαι πάντα σκυφτός
το γρανάζι που γυρίζει μία ρόδα με ζέση
το ποντίκι τον λαβύρινθο μπορεί να αντέξει
Δεν μπορώ
να παραμένω, ν’ αναμένω, ν’ απομένω σιωπηλός
να ‘μαι μια συνήθεια που ξέμεινε ως λέξη
κι έτσι καλώ τον φτωχό πλευρά να διαλέξει
Πού θα κρυφτείτε για να φυλαχτείτε / απ’ τα παιδιά;
Θα ‘ρθουν να σας βρούνε δίχως να τα δείτε / από μακριά…
Πού θα κρυφτείτε απ’ τα παιδιά;
Θα ‘ρθουν να σας βρουν από μακριά
Φέρνοντάς σας δώρα ταφικά