Κοιτάζω πως αλλάζουνε οι άνθρωποι τις λέξεις
και ο τρόμος πως ξερνάει αξίες σκοτεινές
που τάχα προσπαθούν να μη διαβρωθούν
απ’ το στόμα που γελάει στην οθόνη των οχτώ
Και όταν έρχεται
η «παράδοξη» στιγμή
ο δρόμος επιστρέφει και βουλώνει με σιωπή
το ξεδοντιασμένο στόμα που τον φτύνει με χολή
Γελάω δυνατά
και θυμάμαι καθαρά
πως ικέτευε ο λύκος
για λίγη συντροφιά
Γελάω ειρωνικά
που του δείξανε συμπόνια
εκείνη τη βραδιά
που ήταν όλα δυνατά
Το ξέρω πως αλλάζουν κάποιοι άνθρωποι τις λέξεις
αν οι δρόμοι μας ξεμείνουν αδειανοί και σιωπηλοί
Τα όχι αν γίνουν ναι, η κραυγή μείνει βουβή
ο λύκος δεν χορταίνει απ’ τη χαμένη μας ζωή